- ανακάρδιο
- (anacardium).Επιστημονική ονομασία γένους θάμνων ή δέντρων της οικογένειας των ανακαρδιιδών, ιθαγενών της τροπικής Αμερικής. Τα φυτά αυτά διακρίνονται για τα πολυάριθμα μικρά άνθη τους. Από τα οκτώ είδη του γένους, το α. το δοντικό καλλιεργείται για τους καρπούς του. Είναι δέντρο αειθαλές, ύψους 6 έως 12 μ., με ροζ αρωματικά άνθη. Το είδος αυτό εκτός από τους καρπούς του δίνει και κόμμι, το οποίο χρησιμοποιείται για την παρασκευή βερνικιού επιπλοποιίας. Ο καρπός (ανάκαρδο) αποτελείται από δύο μέρη: ο εξογκωμένος σαρκώδης ποδίσκος, που έχει σχήμα αχλαδιού και κίτρινο ή κόκκινο χρώμα, λέγεται ψευδοκαρπός· ο κυρίως καρπός, που φέρεται κάτω από τον υπερτροφικό ποδίσκο-ψευδοκαρπό, έχει σχήμα μεγάλου φασολιού. Η ψίχα του κυρίως καρπού είναι φαγώσιμη και μπορεί να καταναλωθεί είτε φρέσκια είτε καβουρδισμένη, όπως ακριβώς τα αμύγδαλα και τα φουντούκια· χρησιμοποιείται επίσης στην παρασκευή αμυγδαλωτών. Γλυκό και φαγώσιμο είναι και το σαρκώδες τμήμα του καρπού, που αποτελείται από τον εξογκωμένο ποδίσκο.
Καρποί ανακαρδίου επάνω στο δέντρο, το οποίο συναντάται στην Ινδία και στις τροπικές ζώνες της Αμερικής (φωτ. Igda).
Dictionary of Greek. 2013.